- χοῖνιξ
- χοῖνιξchoenixfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χοίνιξ — η / χοῑνιξ, ικος, ΝΑ (στην αρχαία Ελλάδα) μονάδα μέτρησης τής χωρητικότητας σιτηρών και ξηρών καρπών που ισοδυναμούσε στην αρχή με τέσσερεις κοτύλες και αργότερα με έξι, δηλαδή με 787 περίπου γραμμάρια («χοῑνιξ σίτου δηναρίου, και τρεῑς χοίνικες… … Dictionary of Greek
Хойник — (Χοΐνιξ) древнегреческая мера сыпучих тел, упоминаемая уже у Гомера, который X. определяет количество зерна, необходимое для пропитания одному человеку на день; тот же паек на человека принимает и Геродот, измеряя X. количества хлеба, которое… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ημισυχοίνιξ — ἡμισυχοῑνιξ και ἡμιχοῑνιξ, ἡ (Α) μισή χοίνιξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμισυς + χοίνιξ «μέτρο χωρητικότητας σιτηρών και ξηρών καρπών»] … Dictionary of Greek
ημιχοίνιξ — ἡμιχοῑνιξ, ἡ (Α) μισή χοίνιξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + χοίνιξ «μέτρο χωρητικότητας ξηρών προϊόντων»] … Dictionary of Greek
ομοχοίνιξ — ὁμοχοῑνιξ, ικος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που μοιράζεται με άλλον τον ίδιο χοίνικα, δηλ. που παίρνει το ίδιο μερίδιο με άλλον («οὐ μόνον ὁμεστίους, οὐδὲ ὁμοροφίους, ἀλλὰ καὶ ὁμοχοίνικας καὶ ὁμοσίτους τῷ πᾱσαν σέβεσθαι κοινωνίαν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
τριημιχοίνιξ — οίνικος, ὁ, ἡ, Α ένας και μισός χοῖνιξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίημι «ενάμισυ» + χοῖνιξ «μέτρο χωρητικότητας στερεών»] … Dictionary of Greek
χοινίκι — το / χοινίκιον, ΝΑ [χοῑνιξ, χοίνικος] νεοελλ. το σοινίκι αρχ. 1. υποκορ. τού χοῑνιξ 2. όργανο βασανισμού, είδος ποδοκάκκης … Dictionary of Greek
Медимн — (μέδιμνος) основная единица меры сыпучих тел в древней Греции. Более древний, эгинский М., заимствован вместе со всей системой мер и весов из Вавилонии, вероятно, через посредство Финикии и равнялся двум вавилоно финикийским ефам; его 6 я часть… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Unidades de medida de la antigua Grecia — Este artículo o sección necesita ser wikificado con un formato acorde a las convenciones de estilo. Por favor, edítalo para que las cumpla. Mientras tanto, no elimines este aviso puesto el 22 de septiembre de 2011. También puedes ayudar… … Wikipedia Español
LUPINUM s. LUPINUS — apud Horat. l. 1. Ep. 7. v. 23. quid distent aera lupinis: leguminis genus, quod Graeci vett. θέρμον, recentiores γυπηνάριον dicunt, iuxta epitheton Virg. Georg. l. 1. v. 75. tristesque lupini; ab amaritudine, cuius siliqua solet quina vel sena… … Hofmann J. Lexicon universale